- λυχνοπώλης
- λυχνοπώλης, ὁ (Α)αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυχνοπώλης — dealer in lamps masc nom sg λυχνοπωλέω deal in lamps imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοπώλαισι — λυχνοπώλης dealer in lamps masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοπώλαισιν — λυχνοπώλης dealer in lamps masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοπώλῃσιν — λυχνοπώλης dealer in lamps masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
λυχνοπωλώ — λυχνοπωλῶ, έω (Α) [λυχνοπώλης] πωλώ λύχνους ή λυχνίες … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek